- διχοφωνία
- δῐχο-φωνία, ἡ, ([etym.] φωνή)A discord, Id.VP7.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχοφωνία — διχοφωνία, η (Α) διαφωνία, ασυμφωνία … Dictionary of Greek
διχοφωνίαν — διχοφωνίᾱν , διχοφωνία discord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)